- κερασφόρα
- Μεγάλα μηρυκαστικά ζώα της οικογένειας των βοοειδών. Περιλαμβάνουν τον αμερικανικό βούβαλο, τον βούβαλο του Θιβέτ (γιακ) και όλες τις κατοικίδιες ράτσες των βοοειδών. Τα κ. προέρχονται από το άγριο βόδι που ζούσε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική πριν από αρκετές χιλιάδες χρόνια. Τα κ. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους: τα ευρωπαϊκά κ. των στεπών και των πεδινών ζωνών ξεχωρίζουν για τα μακριά τους κέρατα, ενώ τα ευρωπαϊκά κ. των βουνών και των δασικών περιοχών, αντίθετα, για τα κοντά. Υπάρχουν επίσης τα βόδια της κεντρικής Ασίας και τα λεγόμενα κυρτά της Ασίας και της Αφρικής, τα οποία είναι γνωστά με την ονομασία ζέμπου. Το κρέας των κατοικίδιων εκπροσώπων των κ. έχει άριστες θρεπτικές ιδιότητες, πολλές θερμίδες και είναι εύπεπτο. Εκτός από το κρέας τους, τα κ. προσφέρουν στον άνθρωπο και το δέρμα τους, από το οποίο κατασκευάζονται διάφορα δερμάτινα είδη. Από τα ζώα αυτά παράγονται εξάλλου και άλλα προϊόντα, όπως στεατίνη, ενδοκρινικά παρασκευάσματα, κόλλα και σαπούνι. Ορισμένες ράτσες βοδιών και ταύρων χρησιμοποιούνται επίσης ως ζώα έλξης. Τα μεγάλα κ. ζώα προσφέρονται για εκτροφή, όχι μόνο γιατί δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στη διατροφή τους αλλά και γιατί προσαρμόζονται εύκολα σε αυτήν. Επειδή μάλιστα έχουν μεγάλο και σύνθετο στομάχι, μπορούν να χωνέψουν μεγάλες ποσότητες φυτικής τροφής. Οι κτηνοτρόφοι εμπλουτίζουν την τροφή τους με πρωτεΐνες, ανόργανες ουσίες και βιταμινούχα συμπληρώματα. Γενικά, η ποσότητα της τροφής ρυθμίζεται ανάλογα με το βάρος του ζώου, την παραγωγικότητα και τις φυσικές συνθήκες. Μεγάλα κ. ζώα εκτρέφονται σε όλες τις χώρες, ενώ με τις διασταυρώσεις έχει δημιουργηθεί πλέον ένας μεγάλος αριθμός διαφόρων νέων ειδών, ικανών να προσαρμοστούν στα διάφορα κλίματα.
Dictionary of Greek. 2013.